- αμαξωτός
- -ή, -όο αμαξιτός*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμαξωτός — ή, ό βλ. αμαξιτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαξιτός — και ωτός, ή, ό (Α ἁμαξιτός, ον) 1. (για δρόμους ή διαβάσεις) αυτός από τον οποίο είναι δυνατό να διαβεί, να περάσει άμαξα (και γεν. στα νεοελλ. κάθε είδους όχημα) 2. (το αρσ. στα νεοελλ. ή το θηλ. στα αρχ. ως ουσ.) ο (η) ἁμαξιτός (ενν. δρόμος ή… … Dictionary of Greek
Σεμπλόν — (Simplon). Διάβαση των Απεννίνων Άλπεων, σε ύψος 2.009 μ. πάνω από τη θάλασσα, ανάμεσα στις κοιλάδες Ροδανού και Τότσε. Στη κορυφή της διάβασης υπάρχει ξενώνας και, σε υψόμετρο 1.457 μ., βρίσκεται το ομώνυμο χωριό, που εξελίχτηκε σε διεθνούς… … Dictionary of Greek
αμαξιτός — αμαξιτός, ή, ό και αμαξωτός, ή, ό δρόμος από τον οποίο μπορούν να περάσουν άμαξες: Ο δρόμος ήταν αμαξιτός, αλλά σε κακό χάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)